προσκειμένης

προσκειμένης
πρόσκειμαι
to be placed
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
πρόσκειμαι
to be placed
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • Τζαμάικα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Βρίσκεται νότια της Κούβας και βρέχεται ολόγυρα από την Καραϊβική.Άλλοτε βρετανική αποικία, η Tζαμάικα είναι από τις 6 Aυγούστου 1962 ανεξάρτητο κράτος στο πλαίσιο της βρετανικής Kοινοπολιτείας.Διοικητικά διαιρείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”